- ναυκραρικός
- ναυκραρ-ικός, ή, όν,A of or for a ναύκραρος or ναυκραρία, ἀργύριον Lex Solonis ap.Arist.Ath.8.3, cf. Harp.s.v. ναυκραρικά.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναυκραρικός — ναυκραρικός, ή, όν (Α) [ναύκραρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ναυκράρους ή στη ναυκραρία … Dictionary of Greek
ναυκραρικά — ναυκραρικός of neut nom/voc/acc pl ναυκραρικά̱ , ναυκραρικός of fem nom/voc/acc dual ναυκραρικά̱ , ναυκραρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυκραρικοῦ — ναυκραρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)